παραγέμισμα

παραγέμισμα
το [παραγεμίζω]
1. η ενέργεια τού παραγεμίζω, υπερπλήρωση
2. υλικό ή άρτυμα με το οποίο παραγεμίζεται το κυρίως φαγητό, γέμιση
3. μτφ. υπερβολική συσσώρευση, πληθώρα περιττών στοιχείων σε λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγέμισμα — το 1. το υπερβολικό γέμισμα: Το παραγέμισμα του στομαχιού βλάφτει. 2. η γέμιση: Το παραγέμισμα της γαλοπούλας ήταν πολύ νόστιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γόμος — ο (AM γόμος) [γεμώ] μσν. νεοελλ. (στη μαγειρική) γέμιση, παραγέμισμα νεοελλ. 1. υλικό με το οποίο γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κ.λπ. 2. γόμωση πυροβόλου όπλου αρχ. 1. φορτίο πλοίου 2. φορτίο υποζυγίου …   Dictionary of Greek

  • επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα …   Dictionary of Greek

  • καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα …   Dictionary of Greek

  • μέστωσις — μέστωσις, ἡ (Α) [μεστώ] 1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός 2. πλησμονή, αφθονία 3. μτφ. (στην κριτική τού λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών …   Dictionary of Greek

  • μεταξοβάμβακας — ο ίνες βαμβακιού και φυσικού ή τεχνητού μεταξιού, αναμεμιγμένες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως παραγέμισμα μαξιλαριών ή στρωμάτων, αλλ. καπόκ …   Dictionary of Greek

  • μπούκωμα — το [μπουκώνω] 1. το γέμισμα, η υπερπλήρωση τού στόματος με μεγάλη ποσότητα τροφής 2. (για μηχάνημα) μτφ. παρεμπόδιση λειτουργίας λόγω υπερπλήρωσης 3. μτφ. παραγέμισμα, βούλωμα, στούπωμα, φράξιμο, 4. δυσκολία στην αναπνοή από κρυολόγημα 5. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • παράβυσμα — τὸ, Α [παραβύω] υπερπλήρωση, παραγέμισμα …   Dictionary of Greek

  • παραπλήρωμα — το, ΝΑ [παραπληρώ] συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα νεοελλ. γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών αρχ. 1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά …   Dictionary of Greek

  • παραπλήρωσις — ἡ [παραπληρώ] η υπερπλήρωση, το παραγέμισμα («τὸ δὲ μή πώ τι ἀργήν ἔχει τὴν παραπλήρωσιν ἔστι γὰρ ἀντὶ τοῡ μή τι, περιττοῡ κειμένου τοῡ πω», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”